- Χαλκηδόνιος
- -α, -ο1. ο κάτοικος της Χαλκηδόνας.2. το αρσ. ως ουσ., χαλκηδόνιος δηλώνει παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκηδόνιος — Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος,… … Dictionary of Greek
колчедан — колчадан. Заимств. через франц. calcedoine халцедон из ср. лат. calcidonius, chalcedonius lарis от Χαλκηδών – местн. н. в Малой Азии, прилаг. χαλκηδόνιος; см. Маценауэр 210 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Колчеданы — У этого термина существуют и другие значения, см. Колчедан (значения). Колчеданы (из прилагательного греч. χαλκηδόνιος от малоазиатского географического названия греч. Χαλκηδών, через ср. лат. calcidonius, chalcedonius lapis и… … Википедия
Колчедан — Колчеданы (из прилагательного греч. χαλκηδόνιος от малоазиатского географического названия греч. Χαλκηδών, через ср. лат. calcidonius, chalcedonius lapis и фр. calcédoine) устаревшее собирательное название, применявшееся в отношении минералов,… … Википедия
ГЕРИЛЛ — ГЕРИЛЛ (Ἥριλλος) (3 в. до н. э.), стоик, ученик Зенона из Кития. Традиционно (на основании D. L. VII 37; 165 = SVF I 411) Г. считается уроженцем Карфагена, однако высказано мнение (Von der Mühl), что рукописное чтение Χαλκηδόνιος… … Античная философия
Герилл Карфагенский — Ἥριλλος Направление: стоицизм Герилл Карфагенский(др. греч. Ἥριλλος; III в. до н. э.)[1] философ стоик, ученик … Википедия
CHALCEDON — I. CHALCEDON Graece χαλκηδὼν, gemma memoratur Apocalypseos, c. 21. v. 19. ubi inter duodecim fundamenta novae Hierosolymae, tertiô locô ponitur χαλκηδὼν. Chalcedonius veteri Interpreti: Quem dictum esse ab Chalcedone supra Chrysopolim refert, ex… … Hofmann J. Lexicon universale
αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο … Dictionary of Greek